- κλυστῆρα
- κλυστήρclyster-pipemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλυσμός — κλυσμός, ὁ (AM) [κλύζω] το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της … Dictionary of Greek
κλυστηρίζω — (Α) [κλυστήρ] εισάγω σε σωματική κοιλότητα υγρό με τον κλυστήρα για να τήν καθαρίσω … Dictionary of Greek
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek
κλύση — η (AM κλύσις) [κλύζω] έγχυση υγρού ή πλύση με κλυστήρα … Dictionary of Greek
κλύσμα — το (AM κλύσμα) [κλύζω] το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της και, κυρίως, για καθαρισμό τών εντέρων νεοελλ. 1. ο καθαρισμός τών εντέρων με την έγχυση υγρού με ειδική συσκευή η οποία απολήγει σε κατάλληλο ρύγχος … Dictionary of Greek
προκλύζω — Α 1. πλένω προηγουμένως 2. ιατρ. καθαρίζω προηγουμένως με κλυστήρα με κλύσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλύζω «πλένω, καθαρίζω με κλύσμα»] … Dictionary of Greek
προσαπορραίνω — Α 1. εκπέμπω υγρό σαν από κλυστήρα 2. (κυρίως για αρσενικά ζώα) εκχύνω σπέρμα, εκσπερματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπορραίνω «ραντίζω, εκχύνω»] … Dictionary of Greek
ωτεγχύτης — ο / ὠτεγχύτης, ΝΑ νεοελλ. είδος σύριγγας ή κλυστήρα για την πλύση τού εσωτερικού τού αφτιού αρχ. είδος χειρουργικού οργάνου για την έγχυση ουσίας στο αφτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ἐγχύνω + κατάλ. της*] … Dictionary of Greek
κλύσμα — το, ατος 1. το υγρό που χύνεται με τον κλυστήρα σε κοιλότητα του σώματος. 2. κλυστήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)